- ἀσίδηρος
- ἀσίδηροςnot of ironmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ασίδηρος — η, ο (Α ἀσίδηρος, ον) αυτός που δεν περιέχει σίδηρο αρχ. 1. αυτός που δεν είναι κατασκευασμένος με σίδηρο ή από σίδερο 2. εκείνος που δεν κρατά (σιδερένιο) σπαθί, ο άοπλος … Dictionary of Greek
ἀσιδήρως — ἀσίδηρος not of iron adverbial ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηρον — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc sg ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήροις — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρου — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρους — ἀσίδηρος not of iron masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρων — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσιδήρῳ — ἀσίδηρος not of iron masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηρα — ἀσίδηρος not of iron neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσίδηροι — ἀσίδηρος not of iron masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)